- θηλύγλωσσος
- θηλύγλωσσος, -ον (Α)αυτός που έχει γυναικεία γλώσσα, αυτός που μιλάει σαν γυναίκα.[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ-* + -γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. βραδύ-γλωσσος, πολύ-γλωσσος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θηλύγλωσσον — θηλύγλωσσος with woman s tongue masc/fem acc sg θηλύγλωσσος with woman s tongue neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek
θηλυ- — (ΑΜ θηλυ ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει χαρακτηριστικά τού θήλεος ή αναφέρεται στο θήλυ. ΣΥΝΘ. θηλυγόνος, θηλυδρίας, θηλυμανής, θηλύμορφος, θηλυπρεπής θηλυτοκία, θηλυτοκώ, θηλύφρων αρχ. θηλάρσην, θηλυγενής, θηλύγλωσσος,… … Dictionary of Greek
θηλύλαλος — θηλύλαλος, ον (Α) θηλύγλωσσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ * + λαλος (< λάλος), πρβλ. ά λαλος εύ λαλος] … Dictionary of Greek